- υδατοθρέμμων
- -ον, Α(για ψάρι) αυτός που τρέφεται και αυξάνεται μέσα στο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -θρέμμων (< θ. θρέπ- τού τρέφω, πρβλ. θρεπ-τός + κατάλ. -μων), πρβλ. βιο-θρέμμων, ολβο-θρέμμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑδατοθρέμμων — nurtured and living in water masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατοθρέμμονας — ὑδατοθρέμμων nurtured and living in water masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατοθρέμμονες — ὑδατοθρέμμων nurtured and living in water masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατοθρέμμονος — ὑδατοθρέμμων nurtured and living in water gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)